- αλίσκομαι
- ἁλίσκομαι (Α)ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει»)1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού2. (για ζώα) πιάνομαι σε κυνήγι3. κατανικώμαι, καταβάλλομαι4. (με καλή σημ.) κερδίζομαι, κατορθώνομαι5. κυριεύομαι από ερωτικό ή άλλο πάθος, δαμάζομαι6. συλλαμβάνομαι επ’ αυτοφώρω, πιάνομαι τη στιγμή που κάνω κάτι, αποδεικνύομαι ως δράστης7. (ως αττ. δικαν. όρος) κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι.8. φρ. «ἁλίσκομαι θανάτῳ», πεθαίνω«ἁλίσκομαι θανάτου», καταδικάζομαι σε θάνατο«ἁλοῡσα δίκη», καταδίκη.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελλειπτικό παθητικό ρ., τού οποίου ο αντίστοιχος ενεργητικός τ. (ἁλίσκω) είναι μεταγενέστερος και πολύ σπάνιος. Το ομηρικό μέτρο, καθώς και ορισμένοι διαλεκτικοί τ. (πρβλ. θεσσαλ. Fαλίσσκεται και αρκαδ. Fαλόντοις) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού F στο θ. τού ρήματος. Η δάσυνση τού ρημ. μπορεί να οφείλεται σε επίδραση τών τ. αἱρῶ* και εἷλον, ενώ το πρόσφυμα -ισκ-, με το οποίο σχηματίζεται (Fαλ-ίσκ-ομαι), δηλώνει συνήθως ολοκλήρωση τής ρηματικής ενέργειας. Ετυμολογικά το ρ. είναι συγγενές με την λ. εἵλωτες (< εFελωτες), τον τ. εἷλον (< εFελον, βλ. αἱρῶ), το γοτθ. wilwan «αρπάζω, λαφυραγωγώ)», πιθ. με το λατ. vello «ξεριζώνω, μαδώ» και συνδέεται συνήθως με την IE ρ. *sel- / swel- «παίρνω, αρπάζω». Ο μέλλοντας (ἁλώσομαι), αόριστος (ἑάλων) και παρακείμενος (ἑάλωκα) τού ρήματος σχηματίζονται με θεματικό φωνήεν -ω- αντί τού συνήθους -η-. Ο τ. τού αορίστου ἑάλων προήλθε από αρχικό τ. *ἠ-Fӑ -λων (το αρκτικό -ἠ- χρονική αύξηση) με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού F (*ἠӑ - λων) και αντιμεταχώρηση (ἑάλων)η δάσυνση τού τ. αναλογικά προς τον ενεστώτα.ΠΑΡ. ἅλωσις αρχ. ἁλωτός.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀνθαλίσκομαι, ἐναλίσκομαι, παραλίσκομαι, προσαλίσκομαι].
Dictionary of Greek. 2013.